Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόλησις — ἡ, Α [πολώ (Ι)] περιστροφική κίνηση, περιστροφή («τὴν ὁμοῦ πόλησιν καὶ περὶ τὸν οὐρανόν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
πόλησιν — πόλησις mouement fem acc sg πόλις city fem dat pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)